Η Σύνοδος του ΝΑΤΟ και η ιδιωτικοποίηση των πολέμων
H μόνη καινοτομία είναι η ιδιωτικοποίηση του πολέμου. Μέχρι πριν από 30 χρόνια η παραγωγή όπλων ήταν ζήτημα κρατών ή εταιρειών που ελέγχονταν από τις κυβερνήσεις. Σήμερα η πολεμική παραγωγή βρίσκεται εξ ολοκλήρου στα χέρια μεγάλων εταιρειών εισηγμένων στο χρηματιστήριο (με υψηλή κερδοφορία) που επηρεάζουν κυβερνήσεις
Του Λευτέρη Στουκογεώργου
Σε έναν κόσμο όπου ο άξονας έχει μετατοπιστεί προς την Ασία, όπου οι αναδυόμενες δυνάμεις του παγκόσμιου Νότου αναδιαμορφώνουν τις διεθνείς ισορροπίες και όπου η Δύση αντιπροσωπεύει ένα ολοένα και μικρότερο ποσοστό στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, μια συμμαχία που σχεδιάστηκε για τον Ψυχρό Πόλεμο φαίνεται πράγματι αναχρονιστική.
Η τελευταία σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ στη Χάγη (25/6) ανέδειξε όλες τις αντιφάσεις και τις ανεπάρκειες μιας συμμαχίας στη σύγχρονη γεωπολιτική πραγματικότητα. Αποκάλυψε ένα ΝΑΤΟ που φαίνεται να ενδιαφέρεται περισσότερο να δικαιολογήσει την επιφανειακή συνοχή του και να ωφεληθεί το στρατιωτικό λόμπι, παρά να παρέχει πραγματική ασφάλεια στα μέλη του. Αποκάλυψε επίσης μια ΕΕ πλήρως υποταγμένη στο ΝΑΤΟ. Ποια αυτονομία της ΕΕ;
Σε λιγότερο από 24 ώρες - διάρκεια ρεκόρ για τη συντομία της - οι δυτικοί ηγέτες κατέληξαν σε συμφωνίες που μοιάζουν περισσότερο με συλλογικό ευχολόγιο, παρά με συγκεκριμένες στρατηγικές για την ευρωπαϊκή ασφάλεια.
Όπως σωστά γράφει το SIPRI 1: «Ο στόχος του 5% υποδεικνύει έντονα ότι το ΝΑΤΟ δίνει προτεραιότητα στην αποτροπή, τη δύναμη και τη στρατιωτική ετοιμότητα έναντι των διπλωματικών μηχανισμών όπως ο έλεγχος των όπλων. Αυτό δείχνει μια ευρύτερη μετατόπιση στον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτή η ασφάλεια. Αντικατοπτρίζει την απομάκρυνση από μια κουλτούρα που προωθεί την ειρήνη μέσω της συνεργασίας, του διαλόγου, του σεβασμού του διεθνούς δικαίου, της εκπλήρωσης των διεθνών δεσμεύσεων προς όφελος του κοινού καλού και της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών».
Η θεωρία της αποτροπής, σύμφωνα με την οποία ο υπερεξοπλισμός δικαιολογείται από πολιτική άποψη, δεν λειτουργεί πλέον σήμερα. Λειτουργεί μόνο ως αλληλοαναίρεση όταν υπάρχουν δύο διεκδικητές, όπως ήταν κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, μεταξύ του μπλοκ των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης. Σήμερα όμως, που τείνουμε σε ένα πολυπολικό κόσμο με πολλούς δρώντες εκτός των τριών υπερδυνάμεων (BRICS+, Παγκόσμιος Νότος), ο μηχανισμός αποτροπής δεν λειτουργεί. Όταν υπάρχουν πολλοί ανταγωνιστές στο πεδίο, δεν μπορείς ποτέ να ξέρεις ποιος κερδίζει, γιατί μπορεί να συμβεί ο ένας να χάνει στιγμιαία, αλλά στη συνέχεια να συμμαχεί με άλλους που δεν είχαν συμμετάσχει στην αρχική σύγκρουση.
Ειλικρινής η δήλωση ( αργότερα «διορθώθηκε») του Ιταλού υπουργού Άμυνας Γκροσέτο σε εκδήλωση στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα, ότι το ΝΑΤΟ έχει χάσει τη σημασία του στην τρέχουσα μορφή επειδή το γεωπολιτικό τοπίο έχει αλλάξει: «Το κέντρο του κόσμου δεν είναι πλέον οι ΗΠΑ και η ΕΕ, το ΝΑΤΟ πρέπει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Ο ΟΗΕ μετράει στον κόσμο όσο η Ευρώπη, τίποτα. Λιγότερο από ένα έθνος».
Η Σύνοδος
Το κεντρικό θέμα της συνόδου κορυφής ήταν η συμφωνία για την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ έως το 2035, ενώ η Ισπανία κατέστησε σαφές ότι η Μαδρίτη δεν θα τηρήσει τον στόχο. Η αντίθετη στάση της Ισπανίας θα μπορούσε, μακροπρόθεσμα, να βοηθήσει άλλες χώρες που αντιμετωπίζουν αντίστοιχες δυσκολίες. Η δαπάνη του 5% του ΑΕΠ για την άμυνα είναι πολιτικά και οικονομικά αδύνατη για τα περισσότερα μέλη του ΝΑΤΟ. Όχι μόνο γιατί απαιτεί δις ευρώ επιπλέον χρηματοδότηση, αλλά γιατί απαιτεί ριζικό μετασχηματισμό των οικονομιών σε πολεμικές, αλλά και των πολιτικών προτεραιοτήτων των κρατών.
Η δομή της συμφωνίας ανατρέπει το «ευαγγέλιο» του Συμφώνου Σταθερότητας, προβλέποντας: 3,5% για τις παραδοσιακές στρατιωτικές δαπάνες και 1,5% για μια γενική κατηγορία που περιλαμβάνει την «προστασία κρίσιμων υποδομών, την άμυνα δικτύων, την πολιτική ετοιμότητα και την ανθεκτικότητα». Ένας ορισμός τόσο ασαφής που επιτρέπει σε κάθε χώρα να συμπεριλάβει οποιοδήποτε στοιχείο δαπανών και να δηλώσει ότι έχει τηρήσει τις δεσμεύσεις της.
Το στρατηγικό πλαίσιο της συνόδου κορυφής βασίζεται σε μια υπόθεση: την πιθανότητα μιας νικηφόρας στρατιωτικής αντιπαράθεσης με τη Ρωσία. Η τελική διακήρυξη μιλά για τη «μακροπρόθεσμη απειλή που θέτει η Ρωσία για την ευρωατλαντική ασφάλεια», αλλά αποφεύγει προσεκτικά να αναφέρει τον «επιθετικό πόλεμο στην Ουκρανία». Το σημαινόμενο της αλλαγής γλώσσας προδίδει την αμηχανία της συμμαχίας μπροστά στην αποτυχία της ουκρανικής στρατηγικής και κυρίως την απροθυμία της Ουάσιγκτον να δώσει έμφαση σε μια αντιπαράθεση με τη Μόσχα.
Ο Ρούτε (ΓΓ ΝΑΤΟ), μάλιστα, παρουσίασε σενάριο στο οποίο συντονισμένα η Κίνα θα επιτεθεί στην Ταιβάν και η Ρωσία στην Ευρώπη. Μια αφήγηση μάλλον καλή για στρατιωτικό μυθιστόρημα, αλλά όχι για σοβαρό στρατηγικό σχεδιασμό. Η Κίνα, που ιστορικά δεν ήταν ποτέ αποικιοκρατική δύναμη, δύσκολο να κάνει ένοπλο πόλεμο (soft power). Αντίθετα, μπορεί να εκβιάσει μέσω οικονομικού/τεχνολογικού πολέμου. Και η Ρωσία έχει μόνο να χάσει, αν επιτεθεί στην Ευρώπη.
Ιδιωτικοποίηση των πολέμων
Η ρητορική του Ρούτε - «ενωθείτε, καινοτομήστε και παραδώστε» - μετατρέπει το ΝΑΤΟ από στρατιωτική συμμαχία σε βιομηχανικό καρτέλ, όπου η ασφάλεια γίνεται πρόσχημα για μαζική μεταφορά δημόσιου χρήματος στον ιδιωτικό αμυντικό τομέα. Η μόνη καινοτομία είναι η ιδιωτικοποίηση του πολέμου. Μέχρι πριν από 30 χρόνια η παραγωγή όπλων ήταν ζήτημα κρατών ή εταιρειών που ελέγχονταν από τις κυβερνήσεις. Σήμερα η πολεμική παραγωγή βρίσκεται εξ ολοκλήρου στα χέρια μεγάλων εταιρειών εισηγμένων στο χρηματιστήριο (με υψηλή κερδοφορία) που επηρεάζουν κυβερνήσεις. Μόνο η μετοχή της γερμανικής ναυαρχίδας Rheinmetall κατέγραψε αύξηση +1.723% σε 3 χρόνια.
Η δέσμευση για «εξάλειψη των εμπορικών φραγμών μεταξύ των συμμάχων» και για «αξιοποίηση συνεργασιών για την προώθηση της βιομηχανικής συνεργασίας στον τομέα της άμυνας» αντιπροσωπεύει ένα δώρο εκατοντάδων δις στις ευρωπαϊκές και αμερικανικές στρατιωτικές βιομηχανίες, καθώς είναι προφανές ότι θα πρέπει να συνεχίσουμε να αγοράζουμε από τις ΗΠΑ (περίπου 70%). Νικητές τα λόμπι των κατασκευαστών όπλων και πολιτικά η «Μαύρη διεθνής» και χαμένοι η ΕΕ σε πλήρη εξάρτηση από τις ΗΠΑ και η δημοκρατία.
Την τελευταία δεκαετία η στρατιωτική δαπάνη των χωρών της ΕΕ (μέλη ΝΑΤΟ) έχει ξεπεράσει τα 3,15 τρις δολάρια, αλλά η ΕΕ εξακολουθεί να δηλώνει ανοχύρωτη. Εξετάζοντας τις επιπτώσεις του νέου στόχου, είναι σημαντικό να αναρωτηθούμε όχι μόνο πόσα και πώς δαπανώνται, αλλά και ποιο το παραγόμενο αποτέλεσμα από πλευράς ασφάλειας.
Γράφει εύστοχα το Sipri (1): «Οι στρατιωτικές δαπάνες αντικατοπτρίζουν τις επενδύσεις στην άμυνα του τρέχοντος έτους, αλλά δεν καταγράφουν το συσσωρευμένο απόθεμα στρατιωτικών δυνατοτήτων (υφιστάμενος εξοπλισμός, υποδομές, δόγμα και know-how). Συνεπώς οι στρατιωτικές δαπάνες, ως ποσοστό του ΑΕΠ, δεν πρέπει να συγχέονται με τον δείκτη στρατιωτικών δυνατοτήτων. Επιπλέον, δεν αναφέρουν στο εάν τα κεφάλαια χρησιμοποιούνται αποτελεσματικά, εάν οι δαπάνες αντιμετωπίζουν τα πραγματικά κενά ή πώς εξισορροπούνται οι πόροι μεταξύ κατηγοριών όπως το προσωπικό, ο βασικός εξοπλισμός, οι λειτουργίες και η συντήρηση. Οι ραγδαίες αυξήσεις στις στρατιωτικές δαπάνες έχουν συνδεθεί με σημαντικούς κινδύνους: ανεπάρκειες στις προμήθειες, υπερτιμολόγηση, κακή χρήση και παράκαμψη μηχανισμών εποπτείας».
Ακόμα και ο συντηρητικός Economist, που βλέπει ως μόνο θετικό την τόνωση της έρευνας και καινοτομίας, γράφει: «Προσοχή, οι αμυντικές δαπάνες δεν είναι μοχλός ανάπτυξης». Αν τα κράτη τηρήσουν την συμφωνία, μέχρι το 2035, θα δαπανήσουν σε υπερεξοπλισμούς 6,85 τρις ευρώ παραπάνω από την εξοπλιστική δαπάνη του 2022. Συνεπώς υψηλότερα ελλείματα και αύξηση των επιτοκίων δανεισμού, ενώ τα επίπεδα χρέους είναι ήδη υψηλά και οι δημοσιονομικές πιέσεις αυξάνονται λόγω γήρανσης του πληθυσμού. Η φορολογία θα αυξηθεί, ενώ άλλα μέρη του προϋπολογισμού - κοινωνικές δαπάνες, περιβάλλον - θα μειωθούν δραματικά. Επιπλέον, η στρατιωτική δαπάνη είναι κοστοβόρα, δεν βελτιώνει άμεσα το βιοτικό επίπεδο των πολιτών, ενώ έχει μικρή επίδραση στην απασχόληση.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Μητσοτάκης συμφώνησε να δαπανήσει η Ελλάδα στην άμυνα πάνω από 25 δις για τα επόμενα 12 χρόνια, υποθηκεύοντας το μέλλον της. Αυτός που κατάφερε να κατατάσσεται η Ελλάδα στις χειρότερες ευρωπαϊκές χώρες από πλευράς δημοκρατίας, αγοραστικής δύναμης, κοινωνικού κράτους και δημόσιων υποδομών. Με αύξηση των ανισοτήτων, με τα 2/3 των πολιτών "να μην τα βγάζουν πέρα," με το μεγαλύτερο Χρέος στην ΕΕ και με ανύπαρκτη εξωτερική πολιτική.
Η ιστορία πάντως έχει διδάξει, επανειλημμένα, ότι τα όπλα δεν έχουν εγγυηθεί ποτέ την ειρήνη.
(Ο Λευτέρης Στουκογεώργος είναι οικονομολόγος)